ΤΙΤΛΟΣ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΕΝΟΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ: Η ΝΑΠΟΛΗ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΑΛΙΚΗ - ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
ΣΧΟΛΗ: ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΡΙΒΑΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2018
Με αφορμή την οικονομική και πολιτιστική κρίση κρίνεται αδήριτη ανάγκη εφαρμογής της τακτικής της επανάχρησης, με πολλαπλά οφέλη τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην ίδια την κοινωνία. Επιλέγεται η πόλη Νάπολη της Ιταλίας ως παράδειγμα αναφοράς, λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών και αστικών στοιχείων της που την κάνουν μοναδική με θεματικό πυρήνα την ανάλυση του αρχαίου πυρήνα της πόλης. Μελετάται βιωματικά ο ανενεργός εκκλησιαστικός πλούτος και το αξιόλογο αρχαίο αστικό δίκτυο που διαθέτει μέσω βιωματικής έρευνας.
Θεωρώντας
δεδομένο το ρόλο των μνημειακών κτηρίων ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε
παρελθόν – παρόν – μέλλον, παρατηρούνται οι μεγάλοι τόποι λατρείας
χωροθετημένοι στο σχέδιο πόλης να προσδιορίζουν τη σχέση κατοίκησης –
θρησκείας, να ενσωματώνονται στον αστικό ιστό και να συνιστούν αστικούς
θύλακες. Τα κενά κελύφη των ανενεργών θρησκευτικών χώρων αποτελούν
κόμβους πολιτισμού, λειτουργούν ως στάσεις, συνδέουν τις μεμονωμένες
γειτονιές, συμβάλουν στην αξιολόγηση του αστικού ιστού και τελικά
συνιστούν αφορμή και αιτία για την ιστορική αναβίωση του παρελθόντος και
της ατμόσφαιρας του τόπου. Η έρευνα τελικά περιλαμβάνει είκοσι
εκκλησίες που βρίσκονται στον αρχαίο πυρήνα και είναι ανενεργοί ή/ και
κλειστοί στο κοινό, οι οποίοι μελετώνται ιστορικά και με προσωπική
έρευνα, κωδικοποιούνται και τοποθετούνται στον αστικό ιστό ως σύνολο.
Με
κατευθυντήριους άξονες τη βιωσιμότητα, τη συμβατότητα, την κινητικότητα
των χρηστών και την αποκατάσταση της πολιτιστικής ταυτότητας, προκύπτει
μια στρατηγική αναγνώρισης – αξιολόγησης – ανάδειξης του αστικού τοπίου
της πόλης. Στόχοι της στρατηγικής η δημιουργία διαδρομών – βρόγχων
σύνδεσης παρηκμασμένων εκκλησιών ως ιστορικές μνήμες και η ένταξή τους
στην καθημερινότητα των κατοίκων και τη ροή των επισκεπτών. Χαράσσονται
πορείες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον ανάλογα με το προφίλ και τα
ενδιαφέροντα του κάθε χρήστη ο οποίος μπορεί να είναι κάτοικος,
φοιτητής, εποχικός επισκέπτης, αρχιτέκτονας, ιστορικός, ερευνητής είτε
απλώς περιπατητής. Κάθε διαδρομή ακολουθεί τον αστικό ιστό, εγγράφεται
σε μεγάλο τμήμα του αρχαίου πυρήνα, αναδεικνύει τις εκκλησίες – στάσεις
και το περιβάλλον τους, αποφεύγει την επανάληψη του ίδιου περάσματος και
απαλείφει εκκλησίες που δεν ανήκουν σε αυτήν.
Σκοπός
του συνόλου των κλειστών περιπάτων είναι η σύνδεση των εκκλησιών σε ένα
οργανωμένο δίκτυο ιστορικού, αρχιτεκτονικού, καλλιτεχνικού,
τουριστικού, ερευνητικού και ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος αναδεικνύοντας
τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπαρχόντων κελυφών. Αυτές οι στάσεις –
κόμβοι μπορούν να αποτελέσουν πεδίο πρωτοβουλίας και δράσης για τους
φορείς της αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με εθελοντικές ομάδες, μη
κυβερνητικούς οργανισμούς, πανεπιστημιακές κοινότητες και ομάδες πολιτών
με σκοπό την ενδελεχή παρακολούθηση, αξιοποίηση και επανάχρησή τους. Με
αυτόν τον τρόπο, κάποιοι κόμβοι εντάσσονται σε πολλαπλούς κλειστούς
περιπάτους μεταφέροντας εναλλακτικές εικόνες της πόλης. Οι επιλεγμένες
εκκλησίες κωδικοποιούνται και κατηγοριοποιούνται ανάλογα με πέντε (5)
κριτήρια σε έντεκα (11) υποκατηγορίες και δεκατρείς (13) διαδρομές –
βρόγχους.
Συμπερασματικά,
η τρέχουσα ερευνητική εργασία επικαιροποιεί και εξελίσσει το υπάρχον
ιστορικό μητρώο και εγγράφει αστικές διαδρομές – βρόγχους,
χρησιμοποιώντας ως στάσεις – κόμβους είκοσι (20) επιλεγμένες
εγκαταλελειμμένες εκκλησίες. Επιζητείται η υιοθέτηση των κλειστών
περιπάτων από τους τους χρήστες, οι οποίοι δύνανται να προσδώσουν το
προσωπικό τους στοιχείο στη φυσιογνωμία του αστικού τοπίου, να
αναβιώσουν και να συνεχίσουν την ιστορία, να μετατρέψουν την πόλη σε
ζωντανό οργανισμό. Εκεί εκπαιδεύουν, ψυχαγωγούν και αναπτύσσουν τον εαυτό τους, δίνοντας πνοή στο επίπονο αλλά απαραίτητο ανθρωπιστικό και ιστορικό εγχείρημα της διάσωσης της εκκλησιαστικής κληρονομιάς της πόλης. Φιλοδοξία του έργου είναι η δημιουργία και προώθηση ενός τεράστιου δικτύου προσωρινών εγκαταστάσεων στους χώρους και η ήπια προσαρμογή συμβατών χρήσεων για την ανάδειξη της ιστορικότητας και την προστασία της αρχιτεκτονικής τους μέσω της επανάχρησης.