Το μνημείο αντίστασης του Aldo Rossi στην Ιταλία και το παρεκκλήσι του
Peter Zumthor στη Γερμανία είναι τα δύο αντικείμενα μελέτης για τη
συγκεκριμένη διάλεξη. Τα κτίρια αναλύονται με βάση τη θεώρηση ότι και τα
δύο αποτελούν μνημεία, το πρώτο ένα πολιτικό μνημείο της μεταπολεμικής
εποχής και το δεύτερο ένα θρησκευτικό μνημείο της σύγχρονης εποχής.
Χρησιμοποιούμε τον όρο ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρόσσι στην
Αρχιτεκτονική της Πόλης, όπου όρισε το μνημείο ως εκείνο το αστικό
γεγονός του οποίου τα χαρακτηριστικά παραμένουν αμετάβλητα στο χρόνο,
και το κτίσμα εκείνο στη μορφή του οποίου βρίσκεται συμπυκνωμένος ο
μύθος. Χρησιμοποιούμε λοιπόν δύο μνημεία τα οποία ξεχωρίζουν με τη μορφή
τους και μνημονεύουν ένα πρόσωπο ή ένα ιστορικό γεγονός. Στο εσωτερικό
τους επικρατεί μια απόλυτη σιωπή που ενισχύει τη διτή λειτουργία ενός
μνημείου, δηλαδή την ενεργοποίηση της μνήμης και την αναζωπύρωση του
μύθου.
Όταν το 1948 ο John Cage πήγε στο Cambridge και επισκέφθηκε τον ειδικά
διαμορφωμένο χώρο όπου κάθε ήχος ήταν αποκλεισμένος (anechoic chamber)
υποστήριξε ότι η σιωπή δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα οι συνθήκες σιωπής σε
ένα χώρο αποκαλύπτουν «κρυφούς» ήχους που συχνά αγνοούμε. Ο ίδιος μέσα
στο δωμάτιο κατάφερε να ακούσει το ίδιο του το σώμα να λειτουργεί,
δίνοντας στη σιωπή τη διάσταση μιας εσωτερικής ενδοσκόπησης, ή αλλιώς
ενός άλλου τρόπου σκέψης. Το 1969 ο Louis Kahn θα υποστηρίξει ότι η
σιωπή προσδίδει σε ένα χώρο μια σπάνια αρχιτεκτονική ποιότητα που
αγγίζει την επιθυμία του να είσαι, να εκφράζεσαι και να δημιουργείς. Η
σιωπή συνιστά για εκείνον την κύρια πηγή δημιουργικότητας και εκφράζεται
στην αρχιτεκτονική ως η διαδικασία της μετουσίωσης του ήχου σε φως,
όπου οι κρυφές λέξεις της συνείδησης μεταφέρονται στην ύλη σαν σκιερά ή
σκοτεινά τμήματα φωτός. Το φως, όπως και η σιωπή, λειτουργούν για τον
αρχιτέκτονα ως ένα είδος οριοθέτησης του περιβάλλοντος φέρνοντας στην
επιφάνεια της συνείδησης την αίσθηση ότι υπάρχει ένας κόσμος μέσα σε
έναν άλλο. Η σιωπή λειτουργεί στην αρχιτεκτονική ως ένα όριο με το
εξωτερικό περιβάλλον και συγχρόνως ως μια σύνδεση με τον εσωτερικό κόσμο
του ανθρώπου.
Κοινή αφετηρία και των δύο κτιρίων είναι ένα κλειστό κέλυφος στο οποίο
επικρατεί η απόλυτη σιωπή, όπως ακριβώς και στα λεγόμενα ανηχοϊκά
δωμάτια ή στα πολεμικά καταφύγια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου
(bunkers). Μια σιωπή που υποδηλώνει την απουσία αυτών που χάθηκαν και
στη μνήμη των οποίων δημιουργήθηκαν τα δύο μνημεία που θα μας
απασχολήσουν. Για έναν πιστό ερημίτη από την μία και για τους στρατιώτες
του πολέμου από την άλλη. Ωστόσο, στην πορεία του σχεδιασμού, ο καθένας
από τους δύο αρχιτέκτονες χρησιμοποιεί το εργαλείο της σιωπής με τρόπο
αντίστροφο. Το παράδειγμα του Zumthor θα υποστηριχθεί ότι συγκροτεί την
απόλυτη σιωπή διατηρώντας τα στοιχεία της πρωτογενούς σημασίας της, ενώ
το παράδειγμα του Rossi θα υποστηριχθεί ότι ανατρέπει αυτή τη σιωπή με
την αναζήτηση ενός νέου τρόπου επικοινωνίας στην κοινωνία. Η διατήρηση
της σιωπής όσο και η ανατροπή της, πραγματοποιείται και στα δύο κτίρια
μέσω των αισθήσεων.