Ε115.21 | Σώματα και εδάφη σε αμοιβαίες συναρμογές και διανοίξεις


Ερευνητική εργασία: Σώματα και εδάφη σε αμοιβαίες συναρμογές και διανοίξεις
Φοιτήτρια: Αρετή - Ειρήνη Μίζα
Επιβλέπουσα: Δήμητρα Χατζησάββα
Σχολή: Πολυτεχνείο Κρήτης - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών




Εισαγωγικά (Abstract)

Το πεδίο της αρχιτεκτονικής έχει προσεγγιστεί εκτενώς μέσω του ανθρώπινου σώματος, που είναι αντιληπτό ως πρότυπο αναλογίας και όχημα βιωματικής χωρικής αντίληψης. Η οργανική συμμετρία και η λειτουργικότητα στην αρχιτεκτονική εμπνέονται από μια κατανόηση του σώματος που περιορίζεται στην ανατομία και τη λειτουργία των οργάνων και των μηχανισμών του. Η δυτική αφήγηση, θέτει στο επίκεντρο της την πριμοδότηση της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης επί της φύσης, η οποία οργανώνεται μέσω μιας ορθολογικής και αφαιρετικής νοητικής τάξης, που είναι συνυφασμένη με την χωρική αρτιμέλεια. Υπό αυτό το πρίσμα,  η έννοια του εδάφους, συνδέεται με την αρχιτεκτονική κυρίως ως σταθερό καταγωγικό, τοπιακό έρεισμα της κτιριακής παρουσίας. Παράλληλα, αποτελεί πηγή ανεξάντλητης ύλης για την εξαγωγή αξίας, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την απειλούμενη οικολογία. Στις τυπικές προσεγγίσεις του χώρου, οι έννοιες σώμα και έδαφος, τοποθετούνται σε μια περίκλειστη, σφαίρα αφηρημένης αναλογίας σε σχέση με ένα εξιδανικευμένο μοντέλο περί κόσμου και φύσης, συμβάλλοντας σε μια ολιστική αντίληψη για τη συνθετική σκέψη.

Η παρούσα μελέτη, εξετάζει αντιπροσωπευτικές θεωρήσεις για το σώμα και το έδαφος, που διανοίγουν τα στερεοτυπικά όριά τους, συναρμόζοντάς τα σε νέες εννοιολογικές,  χωρικές και οικολογικές συσχετίσεις. Εστιάζει σε υλικές και πορώδεις σχέσεις ανάμεσα στα επικείμενα ζητήματα και στα όρια του σχεδιασμού. Εργαλείο διαχείρισης, αποτελεί η έννοια της διάνοιξης, που συμπαρασύρει μια σειρά από επιπλέον έννοιες όπως οι: τομή, διάτρηση, διάσπαση, αλλά και σύζευξη και συναρμογή. Η διάνοιξη, υπονοεί τη διάβρωση μιας ευσταθούς συνοχής, διασχίζοντας πολλαπλές κλίμακες για να αποκαλύψει εντάσεις και ετερογένειες.

Η εργασία επιχειρεί να εξετάσει νέους τρόπους θεώρησης του χώρου, βίωσης του σώματος και κατοίκησης της γης, εξαρτώμενους από τα υλικά ίχνη της σωματικής και εδαφικής αλληλοσυσχέτισης και του οικολογικού αποήχου της. Με αφετηρία τη θέση πως ο χώρος συνιστά ένα πεδίο συνέργειας ανάμεσα σε σωματικούς και εδαφικούς συντελεστές στοχεύει στην αποσταθεροποίηση των φραγμών τους, στην εξωτερίκευσή τους σε όρια πέρα από τον προσδιορισμό των υφιστάμενων κατηγοριών, ώστε να εκμαιεύσει νέους πειραματικούς, συνθετικούς χειρισμούς, με οικολογική ευαισθησία. Με άξονα την εννοιολόγηση της στιγμής της μετάβασης από έναν στατικό και ισότροπο, σε έναν ρευστό και δυναμικό χώρο, επιδιώκεται μια διευρυμένη αντίληψη σε σχέση με την ύλη και το όριο.

Ακολουθείται μια πορεία ανάλυσης, από την ανατομή των σωματικών στρωμάτων, μέχρι την εξερεύνηση του γεωλογικού υποστρώματος και το άνοιγμα της οικολογικής σκέψης, μέσα από αλληλοτεμνόμενες θεωρητικές αναζητήσεις μεταξύ χαρακτηριστικών φιλοσοφικών και αρχιτεκτονικών αποσκευών, που χαρτογραφείται σε τρεις διακριτές ενότητες:

Η πρώτη ενότητα, προσεγγίζει σαρκικές δυνατότητες που αναδύονται από την διάνοιξη της επιφάνειας του δέρματος. Η ανατομική πρακτική κατά την περίοδο της Αναγέννησης, με κύριο εκπρόσωπο τον Andreas Vesalius, εξετάζεται ως μια νέα στιγμή κατανόησης για το σώμα και την αρχιτεκτονική η οποία κινητοποίησε το ενδιαφέρον για την ανατομική τομή. Μέσα από διασχίσεις του φιλοσοφικού έργου των Maurice Merleau-Ponty, George Bataille, και Antonin Artaud, εξετάζεται το σώμα σε οριακές συνθήκες, σε σχέση με την ιδεατή του αναλογία ως πρότυπο για την αρχιτεκτονική και τη σκέψη. Η έννοια της σωματικότητας, μελετάται ως μια συνεχώς αναδυόμενη, ανοιχτή και χωρίς σαφή όρια εμπειρία, που μπορεί να διανοίξει δυνατότητες για μια αποσπασματική και δυναμική σχέση  με τον χώρο, όπως αυτή που υιοθετείται στο αρχιτεκτονικό έργο των Morphosis.

Η δεύτερη ενότητα, αναλαμβάνει ένα πέρασμα από τη σωματική στην εδαφική διάνοιξη, καλλιεργώντας τη ροπή προς ένα ριζωματικό μοντέλο διαβίωσης. Στόχος της ενότητας, είναι η ανάγνωση της υλικής και ρευστής διάστασης των εδαφών και η σχέση τους με την διεύρυνση των ορίων ενός σώματος. Σε αυτό το πλαίσιο, η εδαφική διάνοιξη είναι γεωλογικά προσανατολισμένη και αφορά μια υπόγεια πολυπλοκότητα, μια διάτρηση, που αναιρεί τα καθιερωμένα εδάφη, τοποθετώντας πρώτα την αν-εδαφικότητα, καλώντας για μια πιο ριζοσπαστική οικολογική σκέψη για την αρχιτεκτονική. Τόσο τα φυσικά, όσο και τα νοητικά εδάφη, αποτελούμενα από πολύπλοκα πλέγματα σχέσεων αναλύονται μέσα από το έργο των στοχαστών Manuel De Landa, Gilles Deleuze & Félix Guattari, και Reza Negarestani. Τα εδάφη, ως τόποι απροϋπόθετης συνάντησης ανάμεσα σε εμάς και τις υλικές διεργασίες της γης ερευνώνται στο έργο των αρχιτεκτόνων Νέλλα Γκόλαντα και Ασπασίας Κουζούπη καθώς και του Χρήστου Παπούλια.

Η τρίτη ενότητα, ερευνά πώς το αποδιαρθρωμένο σώμα και το αποσπασματικό έδαφος των δύο προηγούμενων ενοτήτων, επαναδιατυπώνουν την σχέση ανάμεσα σε ορυκτά, φυτικά και ζωικά σώματα, στα πλαίσια μιας αναζήτησης σχετικά με τη σύγχρονη περιβαλλοντική και γεωλογική υποβάθμιση. Οι γεωδιαδικασίες της γης, αδιαχώριστες από την ανθρώπινη παρουσία και δράση, προτείνουν ένα νέο έδαφος, που αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της «φύσης», επαναπροσδιορίζοντας τις υλικές και σωματικές σχέσεις ανάμεσα σε άνθρωπο, περιβάλλον και γήινα πλάσματα. Εισάγεται η σκέψη της φεμινίστριας θεωρητικού Donna Haraway, σχετικά με τη διαδικασία επανα-κοσμοποίησηςτης γης, μέσα από βιολογικούς και γεωλογικούς όρους. Σε μια απόπειρα έκθεσης ανοιχτών χειρισμών σώματος-εδάφους που διέπονται από υλικές διασυνδέσεις, η ενότητα ολοκληρώνεται  με το παράδειγμα των αρχιτεκτόνων Anuradha Mathur και Dilip da Cunha,καθώς και του καλλιτέχνη Alberto Burri,που προτείνουν μια εκ νέου σύλληψη της σχέσης μεταξύ οικολογίας και αρχιτεκτονικής.